- πεπρωμένῳ
- πόρωfurnishperf part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπρωμένωι — πεπρωμένῳ , πόρω furnish perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 … Dictionary of Greek